9. 5 Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ .
Βρισκόμαστε στα χρόνια της Βασιλείας του Δεκΐου. Σφοδρός διωγμός κατά των Χριστιανών εξαπολύεται. Αιχμάλωτος πολέμου ένας γιγαντόσωμος άνδρας, με άγρια όψη και σπινθηροβόλα μάτια, ο Ρέπροβος. Ψυχή ευσεβής συμπονεί τους Μάρτυρες Χριστιανούς, αλλά αδυνατεί να ελέγξει τους διώκτες. Προσεύχεται στον Κύριο, να του δώσει παρρησία. Εισακούεται, χαριτώνεται και θαρραλέα υπερασπίζεται τους Χριστιανούς. Ομολογεί την πίστη του και περιφρονεί τα είδωλα.
Ο Βασιλιάς πληροφορείται τα συμβάντα και αποστέλλει διακόσιους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Τον συναντούν έξω από την Εκκλησία. Εκεί προσεύχεται ένθερμα και επιζητεί Θεία ενδυνάμωση. Η προσευχή του εισακούεται. Θαυμαστό σημείο, η βλαστήσασα ράβδος του. Το φρόνημα ισχυροποιείται. Δέχεται ν' ακολουθήσει τους στρατιώτες, αφού πρώτα βαπτιστεί. Οι στρατιώτες, κατάκοποι, διαφωνούν. Ο Άγιος προσεύχεται και αυξάνονται τα τρόφιμα επαρκώς, για επισιτισμό τους. Συγχρόνως παίρνει την αγγελική διαβεβαίωση, ότι ο Κύριος θα εκτελεί τις επιθυμίες του. Οι στρατιώτες, αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος, ομολογούν πίστη στον Χριστό. Στην Αντιόχεια βαπτίζεται ο Ρέπροβος, Χριστόφορος, καθώς και οι άλλοι κι ατρόμητος παρουσιάζεται στο Δέκιο. Ο Βασιλιάς στο αντίκρυσμα του τρομοκρατείται. Ο Χριστόφορος διακηρύττει με θάρρος την πίστη του. Αμέσως τον κρεμούν από τις τρίχες της κεφαλής, δένουν βαρείες πέτρες στα πόδια, σπαθίζουν το κορμί και κατακαίνε τις μασχάλες. Ο Άγιος υποφέρει, αλλά υπομένει καρτερικά.
Ο Βασιλιάς φέρνει δύο πόρνες γυναίκες για να τον μεταπείσουν. Το τέχνασμα μένει άκαρπο. Οι γυναίκες κατηχούνται από τον Χριστόφορο, πιστεύουν, μετανοούν και μετονομάζονται Ακυλίνα και Καλλινίκη. Την επομένη δηλώνουν στο Βασιλιά την απραξία τους και τη μεταστροφή τους στην πίστη του αληθινού Θεού.
Ο Δέκιος, εξαγριωμένος διατάζει και βασανίζονται σκληρά. Τοιουτοτρόπως, παίρνουν το μαρτυρικό στεφάνι και κερδίζουν τη Βασιλεία Του. Εν τω μεταξύ καταφθάνουν οι διακόσιοι βασιλικοί στρατιώτες και δηλώνουν πίστη στον Χριστό. Ο Δέκιος, πανικόβλητος προσπαθεί να τους δελεάσει με υποσχέσεις. Δεν βρίσκει απήχηση και διατάζει να τους αποκεφαλίσουν, ενώ φυλακίζει τον Χριστόφορο. Και οι διακόσιοι σε λίγο προσφέρουν τις κεφαλές τους στο δήμιο και εισέρχονται στην Ουράνιο Βασιλεία.
Το σατανικό μυαλό του εφευρίσκει νέα βασανιστήρια. Ντύνει τον Μάρτυρα με χάλκινο υποκάμισο και τον ρίχνει στη φωτιά. Αλλ' ο Άγιος παραμένει αβλαβής. Χίλιοι άνθρωποι παρακολουθούν το θαύμα και γίνονται Χριστιανοί. Ο Χριστόφορος ευχαριστεί τον Κύριο. Τους διδάσκει, τους ενθαρρύνει και τους εμψυχώνει, για το επικείμενο μαρτύριο.
Για τον Άγιο συνεχίζονται τα βασανιστήρια। Δοκίμαζεται πολύ η πίστη του, αλλά και η Θεϊκή Χάρη επιχέεται πλούσια.Τον δένουν και τον ρίχνουν σε βαθύτατο πηγάδι. Άγγελος όμως, τον ανεβάζει αλαβή. Του φορούν χάλκινο πυρακτωμένο ένδυμα και πάλι παραμένει ανέγγιχτος. Τέλος αποκόπτουν την κεφαλή του, ενώ η ψυχή του φθάνει στο θρόνο του Πλάστη, για να συναριθμηθεί με τους Μεγαλομάρτυρες.
Το λείψανό του εκχέει πλούσια θαυματουργική Χάρη σ' όσους τον επικαλεσθούν.-
Βρισκόμαστε στα χρόνια της Βασιλείας του Δεκΐου. Σφοδρός διωγμός κατά των Χριστιανών εξαπολύεται. Αιχμάλωτος πολέμου ένας γιγαντόσωμος άνδρας, με άγρια όψη και σπινθηροβόλα μάτια, ο Ρέπροβος. Ψυχή ευσεβής συμπονεί τους Μάρτυρες Χριστιανούς, αλλά αδυνατεί να ελέγξει τους διώκτες. Προσεύχεται στον Κύριο, να του δώσει παρρησία. Εισακούεται, χαριτώνεται και θαρραλέα υπερασπίζεται τους Χριστιανούς. Ομολογεί την πίστη του και περιφρονεί τα είδωλα.
Ο Βασιλιάς πληροφορείται τα συμβάντα και αποστέλλει διακόσιους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Τον συναντούν έξω από την Εκκλησία. Εκεί προσεύχεται ένθερμα και επιζητεί Θεία ενδυνάμωση. Η προσευχή του εισακούεται. Θαυμαστό σημείο, η βλαστήσασα ράβδος του. Το φρόνημα ισχυροποιείται. Δέχεται ν' ακολουθήσει τους στρατιώτες, αφού πρώτα βαπτιστεί. Οι στρατιώτες, κατάκοποι, διαφωνούν. Ο Άγιος προσεύχεται και αυξάνονται τα τρόφιμα επαρκώς, για επισιτισμό τους. Συγχρόνως παίρνει την αγγελική διαβεβαίωση, ότι ο Κύριος θα εκτελεί τις επιθυμίες του. Οι στρατιώτες, αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος, ομολογούν πίστη στον Χριστό. Στην Αντιόχεια βαπτίζεται ο Ρέπροβος, Χριστόφορος, καθώς και οι άλλοι κι ατρόμητος παρουσιάζεται στο Δέκιο. Ο Βασιλιάς στο αντίκρυσμα του τρομοκρατείται. Ο Χριστόφορος διακηρύττει με θάρρος την πίστη του. Αμέσως τον κρεμούν από τις τρίχες της κεφαλής, δένουν βαρείες πέτρες στα πόδια, σπαθίζουν το κορμί και κατακαίνε τις μασχάλες. Ο Άγιος υποφέρει, αλλά υπομένει καρτερικά.
Ο Βασιλιάς φέρνει δύο πόρνες γυναίκες για να τον μεταπείσουν. Το τέχνασμα μένει άκαρπο. Οι γυναίκες κατηχούνται από τον Χριστόφορο, πιστεύουν, μετανοούν και μετονομάζονται Ακυλίνα και Καλλινίκη. Την επομένη δηλώνουν στο Βασιλιά την απραξία τους και τη μεταστροφή τους στην πίστη του αληθινού Θεού.
Ο Δέκιος, εξαγριωμένος διατάζει και βασανίζονται σκληρά. Τοιουτοτρόπως, παίρνουν το μαρτυρικό στεφάνι και κερδίζουν τη Βασιλεία Του. Εν τω μεταξύ καταφθάνουν οι διακόσιοι βασιλικοί στρατιώτες και δηλώνουν πίστη στον Χριστό. Ο Δέκιος, πανικόβλητος προσπαθεί να τους δελεάσει με υποσχέσεις. Δεν βρίσκει απήχηση και διατάζει να τους αποκεφαλίσουν, ενώ φυλακίζει τον Χριστόφορο. Και οι διακόσιοι σε λίγο προσφέρουν τις κεφαλές τους στο δήμιο και εισέρχονται στην Ουράνιο Βασιλεία.
Το σατανικό μυαλό του εφευρίσκει νέα βασανιστήρια. Ντύνει τον Μάρτυρα με χάλκινο υποκάμισο και τον ρίχνει στη φωτιά. Αλλ' ο Άγιος παραμένει αβλαβής. Χίλιοι άνθρωποι παρακολουθούν το θαύμα και γίνονται Χριστιανοί. Ο Χριστόφορος ευχαριστεί τον Κύριο. Τους διδάσκει, τους ενθαρρύνει και τους εμψυχώνει, για το επικείμενο μαρτύριο.
Για τον Άγιο συνεχίζονται τα βασανιστήρια। Δοκίμαζεται πολύ η πίστη του, αλλά και η Θεϊκή Χάρη επιχέεται πλούσια.Τον δένουν και τον ρίχνουν σε βαθύτατο πηγάδι. Άγγελος όμως, τον ανεβάζει αλαβή. Του φορούν χάλκινο πυρακτωμένο ένδυμα και πάλι παραμένει ανέγγιχτος. Τέλος αποκόπτουν την κεφαλή του, ενώ η ψυχή του φθάνει στο θρόνο του Πλάστη, για να συναριθμηθεί με τους Μεγαλομάρτυρες.
Το λείψανό του εκχέει πλούσια θαυματουργική Χάρη σ' όσους τον επικαλεσθούν.-