29/6
ΑΓ. Π Α Υ Λ Ο Σ, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Δρομέας στὸ στίβο τῆς ζωῆς, διαβάτης στὸν πλανήτη μας καὶ ὁ
Σαούλ, ἄνδρας Ἰουδαῖος«γεγεννημένος
ἐν Ταρσῷ
τῆς
Κιλικίας», μεγαλώνει
καὶ μορφώνεται
στὸν ἐλεύθερο ἀέρα τῆς Ταρσοῦ ὁ
μελλοντικὸς κήρυκας τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας.
Μαθητεύει «παρὰ
τοὺς
πόδας» Γαμαλιήλ, τοῦ
νομοδιδασκάλου καὶ
ἐξέρχεται φλογερὸς
καὶ
φανατικός, σκληρὸς
καὶ
δυναμικὸς διώκτης τῶν
Χριστιανῶν.
Μετὰ ἀπό
τὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ὁ Σαούλ γίνεται πιὸ ὁρμητικός.
Στόχος του, τώρα, ἡ Δαμασκός. Ἔφιππος
ξεκινάει νὰ φθάσει
γρηγορώτερα καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὸ σχέδιό
του.Μοιάζει μὲ κυνηγό, ποὺ τὸν
ἔχει κυριεύσει μία ἀχαλίνωτη μανία γιὰ κυνήγι. Ἀλλ’ αὐτὲς
τὶς μέρες δὲν ἦταν
ὁ μόνος κυνηγός. Κάποιος ἄλλος,
Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος,
ἀκολουθεῖ
τὰ
ἴχνη του. Ὁ Σαούλ νομίζει πὼς καταδιώκει, ἐνῶ
καταδιώκεται. Ἡ
ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ
αὐτὴ τὴ
φορὰ
τρέχει πίσω ἀπὸ τὸ
πολύτιμο θήραμα κι ὁ
Σαούλ σ’ αὐτὸ τὸ ταξίδι εἶναι ἀδύνατο
πιὰ
νὰ
ξεφύγει. Καθὼς πλησιάζει πρὸς τὸν τόπο τῆς καινούργιας του ἀνομίας, βαδίζει πρὸς τὴ μεγάλη του στιγμή. Καὶ νά, τώρα, πάνω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καίει μία ἐκτυφλωτικὴ φλόγα. Τὰ ἄλογα
στήνονται ὄρθια, ἐνῶ
ὁ Σαούλ βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω. Μέσα
στὸ φλογισμένο ὅραμα
ἕνα πρόσωπο ξεχωρίζει,
μὲ δυὸ μάτια, ποὺ τὸν
κοιτάζουν σοβαρὰ καὶ λυπημένα, ὑπέροχα καὶ ἤρεμα.
Καὶ τότε μιὰ φωνὴ ἀκούεται
ἁπαλὴ σὰν
χάδι, σὰν γλυκὸ παράπονο, πού τὸν καλεῖ
μὲ τὸ ὄνομά
του: -« Σαούλ, Σαοὺλ, τί μὲ
διώκεις; » Πάραυτα, σὰν ἀστραπὴ περνάει ἀπό τὸ μυαλό του ἡ σκέψη : -« Ἔχασα. Ὁ Ἰησοῦς ζεῖ.» Μία ἐρώτηση, πού δὲ δείχνει ἀμφιβολία, ἀλλὰ
κατάπληξη, βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη
τοῦ Σαούλ : -« Τίς εἶ,
Κύριε;» -« Ἐγὼ
εἰμί
Ι Η Σ Ο Υ Σ, ὅν
σὺ
διώκεις. ». Τότε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς πλημμυρίζει τὸ εἶναι
του. Τὸ φῶς τῆς πίστεως ἔχει ἀνατείλει μέσα του ! Ὁ Οὐράνιος
Κυνηγὸς
ἔχει συλλάβει τὸ ἀτίθασο
ἀγρίμι,τὸ αἰχμαλώτισε,
τὸ ἐδάμασε καὶ
ὅταν σηκώθηκε ὁ Σαούλ ἦταν γιὰ πάντα ἕνας πιστὸς ἀκόλουθος
τοῦ
Ἰησοῦ,
γιὰ
ὅλους τούς αἰῶνες.