24/1 ΟΣΙΑ Ξ
Ε Ν Η, ἡ ξενότροπη.
«Ἡ ἀμνάς Σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῆ
φωνῆ, Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ Σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ...», διατυπώνει ὑμνολογικά ἡ
Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ γοερὴ κραυγὴ μιᾶς φλεγόμενης ἀπό ἀγάπη καρδίας, μιᾶς ἀφοσιωμένης
στὸν Κύριο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνὴ μιᾶς ἀφιερωμένης στὸν Ἰησοῦ ὑπάρξεως. Εἶναι ἡ
ἐπωδὸς κάθε ἐπίμονης ἀναζήτησης τοῦ λατρευτοῦ Νυμφίου. Κι εἶναι ἀναρίθμητες οἱ
ψυχὲς, ποὺ δονοῦνται ἀπό λατρευτικὰ αἰσθήματα πρὸς τὸν Κύριο.
Ἀνάμεσά
τους εὐδιάκριτη καὶ ἡ Ὁσία ΞΕΝΗ. Ἡ ὄντως ξένη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ξένη
ἀπό πατρίδα, ξένη γιὰ τὸν κόσμο, ξένη στὰ πάθη καὶ σὰν ξένη ζεῖ στὴ γῆ. Ξένη
καὶ ἡ προσωνυμία της καὶ προσωπική της ἡ ἐπιλογή. Ἀποξενώνεται ἑκούσια ἀπό τὰ
θέλγητρα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ οἰκειοποιηθεῖ μὲ ἀσφάλεια τὸν Κύριο τοῦ κόσμου.
ΞΕΝΗ! Μιὰ ἀκόμη ὁσιακή μορφή. Ρώμη
εἶναι ἡ πατρίδα της. Εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι οἱ γονεῖς της. Ἀρχοντοπούλα, λοιπόν,
ἡ Εὐσεβία, ὅπως ἦταν τὸ βαπτιστικό της ὄνομα. Διακριτικὰ προσόντα της ἡ
ἀρετή, ἡ ὀμορφιά, τὰ πλούτη, ἡ ἀρχοντικὴ καταγωγή, ἡ μόρφωση. Πάνω ἀπ' ὅλα
ὅμως διαθέτει βαθειὰ πίστη καὶ πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Οἱ γονεῖς της
ἀποφασίζουν γιὰ τὸ γάμο της, χωρὶς τὴ συγκατάθεσή της. Ἀνένδοτοι στὴν ἐπιλογή
τους, παραγνωρίζουν τὴ θρησκευτικὴ διαφωνία τῶν μελλονύμφων. Ἡ κόρη
περιθωριοποιεῖται στὶς ἀποφάσεις τοῦ μέλλοντος τῆς προσωπικῆς της ζωῆς,
φαινομενικά. Ἡ ἴδια εἶναι κυρίαρχη τοῦ πιστεύω της καὶ τῶν αἰσθημάτων της.
Γνωρίζει ἡ πιστὴ κόρη, ὅτι δικαιοῦται καὶ ἐπιβάλλεται ν' ἀπορρίψει κάθε
συζυγικὸ δεσμὸ παρακωλυτικὸ τῆς χριστιανικῆς της ζωῆς. Τὸ ἁγιογραφικό: «πειθαρχεῖν
δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ε΄ 29) θέτει ἄμεσα σὲ ἐφαρμογή. Παίρνει τὶς
δυὸ ὑπηρέτριές της, ντύνονται μὲ ἀνδρικὴ στολὴ καὶ φεύγουν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, φώτισέ μας καὶ ὁδήγησέ μας στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας»,
εἶναι ἡ ἐπίμονη, ἱκετευτικὴ κραυγή τους. Πόθος τους ν' ἀφιερωθοῦν στὸν Κύριο.
Παίρνουν τὸ καράβι καὶ κατευθύνονται στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπό ἐκεῖ φθάνουν στὴν
Κῶ. Ἐκεῖ σταθμεύουν. Ἄγνωστες εἶναι. Ἄγνωστη σκοπεύουν νὰ κρατήσουν τὴν
ταυτότητά τους. Τὴν ἀληθινὴ «ξενιτεία» ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν. Ξένη
μετονομάζεται Εὐσεβία. Ξένη, γιὰ τὸν
Κύριο, ποὺ ἔζησε στὴ γῆ ξένος.
Ἐκεῖ,
στὸ νησὶ ἐγκαταβιώνουν. Ἡ Ξένη νουθετεῖ καὶ στηρίζει τὶς δυὸ ψυχές, ποὺ ὁ
Κύριος τῆς ἐμπιστεύθηκε. Ταπεινὴ στὸ φρόνημα ἐπιθυμεῖ καὶ ἡ ἴδια κάποιον
ἀπλανῆ ὁδηγό, ἕναν Πνευματικὸ γιὰ ὑποταγὴ σωτήρια. Κι ὁ Θεὸς εἰσακούει καὶ
ἐμφανίζει τὸ Γέροντα Παῦλο, Ἡγούμενο σὲ Μονὴ τῆς Μύλασσας τῆς Καριᾶς. Ἀναλαμβάνει
τὴ χειραγωγία τους καὶ μεταβαίνουν σὲ ἀσκητήριο, κοντὰ στὸ Μοναστήρι του.
Ἀργότερα κτίζει ἡ Ὁσία Ξένη Μονὴ τοῦ Πρωτομάρτυρα Στεφάνου καὶ πολλὲς ψυχὲς
βρίσκουν καταφύγιο καὶ καθοδήγηση. Ὁ Γέροντας Παῦλος γίνεται Ἐπίσκοπος καὶ ἡ
Ὁσία Ξένη τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς Διακόνισσας, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις της. Ζεῖ
ἀσκητικότατα. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ νήψη, ἑδραιώνουν τὴν
ταπείνωση, ἐπαυξάνουν τὴν πραότητα, ἐπιτυγχάνουν τὴν κάθαρση, ἐπιτυγχάνουν τὸ
δρόμο πρὸς τὴ θέωση. Ἡ Μονὴ ἀκτινοβολεῖ Φῶς Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία μὲ τὴν ἀγάπη καὶ
τὴν ἁγιότητα προσφέρει πολύτιμες ὑπηρεσίες σὲ κάθε ψυχή, ποὺ τὴν πλησιάζει. Ἡ
Ἀδελφότητα κατέχει ἕναν ἐπίγειο Ἄγγελο.
Ἡ
γήϊνη πορεία ὅμως εἶναι πρὸς τὸ τέλος. Τὸ προγνωρίζει καὶ τὸ ἀνακοινώνει στὶς
ἀδελφὲς τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ. Ἐπιζητεῖ τὶς προσευχές τους,
τὶς στηρίζει, τὶς παρηγορεῖ, τὶς νουθετεῖ. Εὔχεται διακαῶς γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων
στὸ κελλί της καὶ παραδίδεται στὸ Λυτρωτή της. Ἐκεῖ τὴ βρίσκουν οἱ Μοναχές,
μέσα σὲ μία ἄρρητη εὐωδία καὶ σ' ἕνα ἄπλετο Οὐράνιο Φῶς. Ὁ Θεὸς δέχεται μὲ
εὐαρέσκεια τὴν Ἀγωνίστρια καὶ νικήτρια δούλη Του. Τὸ διαδηλώνει σημειακὰ μὲ
τὴν ἐμφάνιση στὸν Οὐρανὸ στεφάνου μὲ ἀστέρια καὶ ἀστεροειδῆ Σταυρὸ στὴ μέση.
Αὐτὸ βλέπει καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος, ποὺ ἀπουσιάζει καὶ σπεύδει γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ
τῆς Ὁσίας. Ὁ λαὸς θρηνεῖ καὶ δέχεται τὴν ἰαματική της Χάρη.
24
Ἰανουαρίου. Τὸ λείψανό της ἐνταφιάζεται καὶ ὁ ἀστεροειδὴς στέφανος
ἐξαφανίζεται.Ἡ Ὁσία Ξένη βρίσκεται πλέον στὴ χώρα τοῦ Παραδείσου καί
ἀπολαμβάνει πανευφρόσυνα τὴ θέα τῆς γλυκύτατης Παρουσίας καὶ Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.-
Ελ.Α.Κλ.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ.
Ἠγάπησας Νυμφίου
περικαλλῆ, τὴν πρόσκαιρον τρυφὴν τε, ἀπορρίψασα αὐθωρεί. Βιοτὴν τὴν ξένην,
ἐβίωσας ἐνθέρμως, προσώνυμε τῆς ξένης, ΞΕΝΗ θεόνυμφε.-