15.6 ΑΓΙΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ.
-Τό
παιδί τῶν δακρύων. -
Πέλαγος
ἡ ζωή, πέλαγος πολυκύμαντο. Θάλασσα, ποὺ ἄλλοτε καθρεφτίζονται στὰ γαλήνια καὶ
καθάρια νερὰ τῆς οἱ χρυσὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καὶ ἄλλοτε ὀρθώνονται πανύψηλα,
θεόρατα τὰ μανιασμένα κύματα, ἕτοιμα νὰ ρουφήξουν καὶ νὰ καταποντίσουν κάθε
πλεούμενο. Κι ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ ὁδηγήσει τὸ κλυδωνιζόμενο πλοῖο του, ὅσο
τὸ δυνατὸ συντομώτερα, στὸ πλησιέστερο ἀσφαλὲς λιμάνι. Ἀλλ' ἀλλοίμονο! Πόσοι
βυθίζονται καὶ χάνονται στὴν ἄβυσσο τῆς θάλασσας, ἐνῶ ἄλλοι περισυλλέγονται
ναυαγοὶ ἀπὸ τὰ συντρίμμια τοῦ πλοίου τους.
Εἶναι Νοέμβριος τοῦ 354 μ.Χ.,
ὅταν σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Β. Ἀφρικῆς, στὴν Ταγάστη τῆς Νουμιδίας, ἕνα νεότευκτο
πλοῖο ἀνοίγει τὰ πανιά του, ἕτοιμο νὰ ριχθεῖ στὸ πέλαγος. Ἀπό ἕναν εἰδωλολάτρη
φανατικὸ πατέρα, τὸν Πατρίκιο κι ἀπό μία εὐσεβή καὶ πιστὴ Χριστιανὴ μητέρα, τὴ Μόνικα, βλέπει γιὰ πρώτη φορά τὸ φῶς τοῦ
ἥλιου ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι,ὁ Αυγουστίνος. Ἡ μητέρα του φροντίζει, ἀπὸ παιδικῆς
ἡλικίας, νὰ τὸ γαλουχήσει μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως στὸ μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Φροντίζει νὰ ἐνσταλάξει στὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καρδιὰ του τὶς Θεῖες Ἀλήθειες,
νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ἀγάπη στὸν Ἰησοῦ.
Τὸ παιδὶ ὅμως εἶναι ζωηρὸ καὶ
ἀνήσυχο, γεμάτο ἐρωτηματικὰ καὶ ἀπορίες.
Στὸ πεδίο τῆς καρδιᾶς του ἤδη ἀρχίζει μία πάλη, ποὺ θὰ ἔχει τραγικὲς ἐξελίξεις
καὶ δραματικὲς φάσεις. Φεύγει μόνος του γιὰ σπουδές. Βρίσκεται σ' ἕνα
περιβάλλον ἀφάνταστα διεφθαρμένο καὶ τρομερὰ ἐπικίνδυνο. Ἡ διαφθορὰ σὰν μία
πυρκαϊὰ ἔχει ἁπλωθεῖ γύρω καὶ προσπαθεῖ μὲ τὶς πύρινες γλῶσσες της νὰ περιτυλίξει
κάθε ἁγνὴ ὕπαρξη, ποὺ τὴν πλησιάζει. Ἁγνὸ λουλούδι ὁ Αὐγουστίνος, βρίσκεται
μέσα σ' ἕνα κῆπο μέ ἀγκάθια. Τέλμα ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ζεῖ τώρα. Στάσιμα νερὰ
γεμάτα βοῦρκο καὶ λάσπη. Ἡ ἁμαρτία ἀσκεῖ μία φοβερή, πολὺ μεγάλη ἕλξη, στὸν
ἄνθρωπο. Προσφέρει, παρουσιάζει κάθε τί τὸ θελκτικὸ καὶ εὐχάριστο γιὰ νὰ τὸν
τραβήξει στὰ δίχτυά της. Τοιουτρόπως παρασύρεται, γλιστράει στὴν πολύπλοκη
πλεκτάνη της, γίνεται θύμα της, αἰχμάλωτος,
δοῦλος της. Αὐτὸ ἀκριβῶς παθαίνει καὶ τὸ ἔξυπνο, ἀλλ' ἀτίθασο παιδί, ὁ Αὐγουστίνος.
Παρασύρεται καὶ γίνεται ἕρμαιο τῶν παθῶν του, πιστὸς λάτρης τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν
καὶ ἀπατηλῶν ἀπολαύσεων. Οἱ φρικαλέοι ἀτμοὶ τῆς ἁμαρτίας σκεπάζουν μὲ σύννεφα
μαῦρα καὶ πυκνὴ ὁμίχλη τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του.
Ἡ Μόνικα τὸ πληροφορεῖται καὶ
σπαράζει ἡ καρδιά της. Τρέχει νὰ τὸν σταματήσει ἀπό τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν
καταστροφή. Μάταια ὅμως. Οἱ λόγοι της καὶ οἱ νουθεσίες της δὲν βρίσκουν ἀπήχηση
στὴν καρδιὰ τοῦ Αὐγουστίνου. Δέσμιος τῶν ζωηρῶν παθῶν του, δὲν ἀκούει καὶ δὲν
βλέπει τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπό τὴν ἡδονή. Πίνει τὸ θολὸ νερὸ τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς
νὰ κατορθώνει νὰ σβήνει τὴ δίψα του. Οἱ συμβουλὲς τῆς Μόνικας, φαίνεται νὰ
πέφτουν στὸ κενό. Ὅμως ἡ πιστὴ καὶ δυνατὴ ἐκείνη μητέρα, δὲν ἀπελπίζεται. Ἀφοῦ δὲν
μπορεῖ νὰ μιλήσει στὸ παιδί της γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸ συγκρατήσει,
καταφεύγει ἀλλοῦ. Μιλᾶ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ παιδί της. Γονατίζει καὶ προσεύχεται μὲ
πίστη. Προσεύχεται μὲ πόνο. Προσεύχεται μὲ θέρμη. Προσεύχεται καὶ χύνει καυτὰ
δάκρυα γιὰ τὸ χαμένο, τὸ παραστρατημένο παιδί της.«Χριστέ μου, κραυγάζει γοερὰ
καὶ μὲ βαθὺ ἀναστεναγμό, σῶσε τὸ παιδί μου ἀπό τὴν διαφθορά.» Ἀλλά καὶ οἱ
Οὐρανοὶ φαίνεται νὰ εἶναι κλειστοί. Σὰ νὰ μὴν δέχονται τὶς ἱκεσίες τῆς
πονεμένης μητέρας. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ
δοκιμάσει τὴν ἀντοχὴ καὶ τὴν πίστη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ τῆς Μόνικας
καὶ σιωπᾶ.
Ὁ Αὐγουστίνος συνεχίζει νὰ
ψήνεται στὸ καμίνι τῆς ἁμαρτίας. Τὸ ἕνα πάθος δημιουργεῖ τὸ ἄλλο καὶ γίνεται
μία ἁλυσίδα παθῶν, ποὺ τὸν κρατεῖ σφιχτοδεμένο, ἀνίκανο ν' ἀντισταθεῖ.
Δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς καὶ νέα
θλιβερὴ καὶ συνταρακτικὴ εἴδηση φθάνει στὴ Μόνικα. Ὁ Αὐγουστίνος γίνεται
Μανιχαῖος. Ὁ Αὐγουστίνος αἱρετικός. Ἡ εἴδηση, σὰν κοφτερὸ μαχαίρι τρυπᾶ τὴν
καρδιὰ τῆς πολύαθλης ἐκείνης μητέρας. Ὑποφέρει κυριολεκτικὰ στὴ σκέψη τῆς νέας
πτώσεως τοῦ παιδιοῦ της. Τρέχει καὶ πηγαίνει πάλι νὰ τὸ συναντήσει. Πέφτει
στὰ πόδια του. Κλαίει ἀπαρηγόρητα. Θρηνεῖ ἀσταμάτητα. Ἱκετεύει θερμά. Ἀνοίγουν
οἱ κρουνοὶ τῶν δακρύων της καὶ χύνει πικρά, καυτὰ δάκρυα. Ποτάμι ὁλόκληρο
γίνονται τὰ δάκρυά της. Ἀλλ' οὔτε οἱ συμβουλές, οὔτε τὰ δάκρυα συγκινοῦν τὸ
ἄσωτο, τὸ πλανεμένο, τὸ παραστρατημένο παιδί της. Τὸ φαρμακερὸ φίδι τῆς
αἱρέσεως χύνει τὸ δηλητήριό του ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς του. Εἶναι ἀμετάκλητος
στὴν ἀπόφασή του, ἀνένδοτος στὶς ἰδέες του, ἄκαμπτος στὶς ἀπόψεις του.
Ἡ Μόνικα ὅμως δὲν χάνει τὸ
θάρρος της. Ἐλπίζει καὶ πιστεύει, ὅτι τὸ
παιδί της θὰ ἐπιστρέψει στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ ὁδηγήσει στὸ λιμάνι Του.
Προσεύχεται καὶ περιμένει. Γονατίζει καὶ ἐπιμένει. Ζητάει καὶ θέλει τὴ
σωτηρία, τὴ λύτρωση τοῦ παιδιοῦ της. Κάνει μιὰ πάλη μὲ τὸ Θεό, διαρκή καὶ
ἀκατάπαυστη. Κρούει τὴν θύρα τ’ Οὐρανοῦ καὶ ἀναμένει ἀπάντηση. Θά ἀρνηθεῖ ὁ
Ἰησοῦς νὰ δεχθεῖ στὴ μάνδρα Του τὸ ἀπολωλός πρόβατο, τὸ πλανεμένο παιδί; Ἀδύνατον.
Γι’ αὐτὸ ἄλλως τε ἔχυσε τὸ Πανάγιο αἷμα Του πάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ σβήσει μὲ
τὸ αἷμα τῶν πληγῶν Του κάθε ἁμαρτία, νὰ καθαρίσει καὶ νὰ ἁγιάσει τὸν ἄνθρωπο.
Καὶ τώρα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δοκιμάζει
σκληρὰ τὴν πιστή καὶ ἀκάματη Ἀθλήτρια, τὴν ἐνάρετη Μόνικα, ποὺ τρέχει καὶ διασχίζει
ξηρὰ καὶ θάλασσα καὶ ἀναζητᾶ τὸ παιδί της, γιὰ νὰ τὸ συναντήσει καὶ νὰ τὸ
κατευθύνει πρὸς τὸ Χριστό, θὰ ἀπαντήσει στὶς παρακλήσεις της.
Ὁ Αὐγουστίνος ἀπαρνεῖται τοὺς
Μανιχαίους καὶ παρακολουθεῖ χριστιανικὰ κηρύγματα. Ὥσπου μιὰ μέρα, ἐνῶ κάθεται
στὸν ὁλάνθιστο καὶ μυρωμένο κῆπο, βυθισμένος σὲ στοχασμοὺς καὶ σκέψεις, ἀκούει
μία φωνὴ μυστηριώδη, ποὺ τοῦ λέει ἐπιτακτικά: «Πάρε καὶ διάβασε». Κοιτάζει γύρω του καὶ τί βλέπει; Δίπλα του ἡ
Ἁγία Γραφή. Ἀνοίγει καὶ διαβάζει. «Ἡ νὺξ
προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα
τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμαις καὶ μέθαις,
μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, ἔριδι καὶ ζήλω· ἀλλ' ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν
Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας». (Ρωμ. 13, 12-14).
Ἕνας σεισμὸς γίνεται μέσα του,
ποὺ τὸν συγκλονίζει. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα γκρεμίζονται τὰ εἴδωλα καὶ στὴ θέση τους
ὑψώνεται τὸ φρούριο τῆς πίστεως στὸ Θεό. Ἡ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος
ἐπισκιάζει τώρα τὸν Αὐγουστίνο καὶ ἀπό τὴν ὥρα ἐκείνη γίνεται πιστὸς καὶ
σταθερός, ἀληθινὸς καὶ φλογερὸς ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ, μέχρι τέλους. Ἀναδεικνύεται μεγάλος Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας, Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος, Διδάσκαλος καὶ συγγραφέας τῶν μεγαλείων τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό μαῦρος κόρακας ὁ Αὐγουστίνος, γίνεται ὁλόλευκο περιστέρι. Ἀπό κάρβουνο,
γίνεται διαμάντι. Ἀπό λύκος, γίνεται πρόβατο. Ἀπό ἁμαρτωλός, γίνεται Ἅγιος. Κι αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς
τῶν δακρύων τῆς Μόνικας. Σώζεται μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπιμονή της. Λυτρώνεται
μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυα τῆς μητέρας του.
Μητέρες!
Προσευχηθεῖτε ἐπίμονα γιὰ τὰ παιδιά σας. Χύσατε δάκρυα καυτὰ γιὰ τὴ σωτηρία
τους. Ἀφῆστε ἐλεύθερες τὶς κεραῖες τῆς ψυχῆς σας νὰ στείλουν τὸ S.O.S. στὸ Θρόνο Του. Νὰ εἶσθε
βέβαιες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ συλλάβει τὸ σῆμα καὶ θὰ στείλει μηνύματα ἐλπίδας καὶ
εὐσπλαχνίας. Ἐναποθέσατε τὰ προβλήματά σας, τὶς σκέψεις, τὶς ἀνησυχίες, τὶς
ἀγωνίες, στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἄς γίνουν οἱ καρδιές σας μαγνητικοὶ πόλοι,
ποὺ θὰ ἑλκύσουν τὴ Χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πρὸς ὄφελος τῶν παιδιῶν σας.-