20/9 ΑΓ. Ε Υ Σ Τ Α Θ Ι Ο Σ
Ὁ Χριστιανός, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτίζεται, πολιτογραφεῖται στὰ Μητρῶα τ' Οὐρανοῦ. Τίθεται στὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ. Δοκιμάζεται, γιὰ ν' ἀσκηθεῖ στὴν ὑπομονὴ καὶ στὴν καρτερία, γιὰ νά ἀποδειχθεῖ ἡ
σταθερότητα, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ πίστη, γιὰ νὰ
ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία. Ὅλα μέσα στὰ ἀλάνθαστα
σχέδια τοῦ Θεοῦ.
Μία πρωταθλήτρια οἰκογένεια στὸ στίβο
τῶν δοκιμασιῶν, ἔχει νὰ ἐπιδείξει
ἡ Ἐκκλησία
μας, στὶς 20 Σεπτεμβρίου.
Εἶναι ὁ Ἅγιος
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, μὲ τὴ
γυναίκα του ΘΕΟΠΙΣΤΗ καὶ τὰ παιδιὰ τους ΑΓΑΠΙΟ καὶ
ΘΕΟΠΙΣΤΟ. Βρισκόμαστε στὴν κοσμοκράτειρα Ρώμη, στοὺς χρόνους τοῦ Τραϊανοῦ. Τὸ Ρωμαϊκὸ στρατὸ λαμπρύνει ἡ παρουσία τοῦ στρατηλάτη Πλακίδα. Πρῶτος
στὶς μάχες. Πρῶτος στὴν ἀρετή,
στὴν καλωσύνη, στὶς ἀγαθοεργίες,
στὴ σωφροσύνη. Πρῶτος σ' ὅλα, ἀλλὰ
εἰδωλολάτρης. Τὸ ἄγρυπνο
μάτι τοῦ Χριστοῦ τὸν
ἐπισημαίνει. Ἔτσι, μία μέρα, ἐνῶ
κυνηγᾶ μὲ ὁρμητικότητα καὶ πάθος ἕνα ἐλάφι, συλλαμβάνεται στὰ δίχτυα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἀντικρύζει μὲ θαυμασμὸ ἀνάμεσα
στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ, τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἀτενίζει τὸν Ἐσταυρωμένο
καὶ ἀκούει τὴ φωνή Του: «Πλακίδα, τί μὲ
διώκεις; Ἐγώ
εἶμαι ὁ
Χριστός». Ἔντρομος πληροφορεῖται τὴν ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἔργου
Του, ὁμολογεῖ τὴν
πίστη του σ' Ἐκεῖνον
καὶ ἐπιστρέφει σπίτι του. Ἐκεῖ ἐνημερώνει τὴ γυναίκα του Τατιανὴ καὶ
τὰ δυὸ παιδιά τους γιὰ τὸ
θαυμαστὸ ὅραμα, γιὰ τὸ
θεῖο κάλεσμα. Ὅλοι μαζί, βαπτίζονται Χριστιανοί. Καί ἡ εὐλογημένη
οἰκογένεια μετονομάζεται: ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ -
ΘΕΟΠΙΣΤΗ - ΑΓΑΠΙΟΣ
καὶ ΘΕΟΠΙΣΤΟΣ.
Μία οἰκογένεια φλογερὴ καὶ ζηλευτή,
γενναία καὶ πιστή. Θὰ δώσει τιτάνιους ἀγῶνες, θὰ κονταροχτυπηθεῖ μὲ τὸ
Σατανά, θὰ δοκιμαστεῖ σκληρά, ἀλλὰ
θὰ ἐξέλθει νικήτρια. Αὐτὰ
προειδοποιεῖ καὶ ὑπόσχεται
ὁ
Κύριος στὸν ἐκλεκτό
του Εὐστάθιο. Καί ὁ ἀγώνας
ἀρχίζει ἀδυσώπητος. Μέσα σὲ
λίγες μέρες χάνουν τὰ
πάντα. Πάμπτωχοι ἀναχωροῦν γιὰ τὴν
Αἴγυπτο, μὲ προορισμὸ τὰ
Ἱεροσόλυμα. Στὸ λιμάνι ὁ πλοίαρχος
ἁρπάζει ἄγρια
τὴν
ὡραία Θεοπίστη καί ἀνοίγεται στὸ πέλαγος. Περίλυπος ὁ Ἅγιος
Εὐστάθιος, περιφέρεται σέ ἔρημους δρόμους καὶ θηρία ἁρπάζουν τὰ δύο παιδιά του. Κλαίει καὶ ὀδύρεται
καὶ σπαράζει ἡ
πατρική του καρδιά. Ὑπομένει
ὅμως μὲ γενναιότητα καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν
ἐπισκιάζει. Τὰ
δύο του παιδιὰ
σώζονται, ἡ
δὲ
γυναίκα του ἐλευθερώνεται.
Καί ὁ Ἅγιος μόνος, ξένος, θλιμμένος, ἀντιμετωπίζει
καρτερικὰ τὰ κτυπήματα. Οἱ προσευχὲς του πύρινες ἀνεβαίνουν στὸ Θρόνο τοῦ Πλάστη. Ἐπικαλεῖται τὴ Θεϊκὴ προστασία καὶ
δέχεται τὴ βοήθεια.
Ὁ
αὐτοκράτορας Τραϊανὸς
ἔχει ἄμεση ἀνάγκη
τῆς παρουσίας τοῦ γενναίου στρατηλάτη Πλακίδα. Τὸν χρειάζεται, γιὰ νά ἀποκρούσει ἐχθρό. Τὸν ἀναζητεῖ ἐπίμονα
καὶ τελικὰ τὸν
βρίσκει. Τὸν τιμᾶ
μεγαλόπρεπα καὶ μὲ τὸ
ἀξίωμα τοῦ στρατηλάτη κατατροπώνει τὸν ἐχθρό.
Μετὰ
τὴ
λαμπρὴ
νίκη, βρίσκει τὴ
γυναίκα καὶ
τὰ
παιδιά του.Ὁ Χριστός,
ποὺ τοῦ
στέρησε τὰ πάντα,
τοῦ
χαρίζει πάλι ἀξιώματα,
οἰκογένεια.
Ἐπιστρέφοντας
στὴ Ρώμη, βασιλιὰς εἶναι ὁ Ἀδριανός. Τὸν
τιμᾶ καὶ τοῦ προτείνει νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Τώρα ὁ Ἅγιος
καλεῖται νὰ ὁμολογήσει
τὴν πίστη του. Ἀρνοῦνται ὅλοι θαρραλέα καὶ ὁμολογοῦν μὲ θαυμαστή παρρησία τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἀμέσως ρίχνονται στὰ λιοντάρια, ἀλλὰ
παραμένουν ἀβλαβεῖς. Κλείνονται σὲ χάλκινο βόδι πυρακτωμένο, ἀλλὰ
οἱ μὲν
ψυχὲς τους
προσέρχονται στὸν Ἀθλοθέτη Ἰησοῦ, γιὰ νὰ
πάρουν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς νίκης, τὰ δὲ
σώματά τους μένουν ἀνέγγιχτα.
Ἡ
ζωὴ τους ὑπῆρξε μαρτυρική. Ἡ ἀμοιβὴ
τους πλουσιοπάροχη.
Ἀπολαμβάνουν αἰώνια τὴν εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου.-