15/1 ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ὁ Καλυβίτης.
Ἰησοῦς, ὁ Αἰώνιος Κατακτητής! Ἰησοῦς, ὁ
Μεγάλος Πυρπολητής! Ἰησοῦς, ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν!
Ἑκατοντάδες καρδιὲς
συντονίζουν τοὺς παλμοὺς τους μέ Ἐκεῖνον.
Μυριάδες ἀνθρώπινες
ὑπάρξεις δέχονται τὸ προσκλητήριο μήνυμα στ' ἀκρογιάλι τῆς ΄΄Γαλιλαίας΄΄ τους.
Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοὶ
ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι καὶ ἰδιόμορφοι κοσμοῦν τὸ πολύφωτο στερέωμα
τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ δράση καὶ στὴν
ἀφάνεια, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοὶ
μεταφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροὶ ἐραστὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου.
Μιὰ μορφή,
συνηρπασμένη ἀπό τὸ Θεῖο ἔρωτα, εἶναι καὶ ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.
Ἡ Κωνσταντινούπολη
εἶναι ἡ πατρίδα του. Εὐτρόπιος συγκλητικὸς καὶ Θεοδώρα, οἱ γονεῖς του. Τὸν
ἀνατρέφουν πλούσια, ἀλλὰ χριστιανικά.
Εἶναι 12 ἐτῶν, ὅταν ὁ
Κύριος χτυπᾶ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ συνάντησή του μέ ἕνα ζηλωτή Μοναχό,
τῆς Μονῆς Ἀκοιμήτων, ἀνάβει πυρκαϊά στὰ στήθη του. Τὸ μοναδικὸ ἰδεῶδες ποθεῖ νὰ
βιώσει. Νά ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο ἐπιθυμεῖ. Καὶ ἱκετεύει τὸν Μοναχὸ
νὰ τὸν πάρει μαζί του, ἐπιστρέ-φοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Οἱ γονεῖς καμαρώνουν
τὸ ἐνάρετο παιδί τους. Δῶρο τους πολύτιμο, ἕνα ὁλόχρυσο χειρόγραφο Εὐαγγέλιο,
στὸν Ἰωάννη. Ἀλλά ὁ Ἰωάννης θέτει πάνω ἀπὸ τὴν στοργὴ τῶν γονέων του τὴν ἀγάπη
στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόφασή του εἶναι ἀμετάκλητη.
Ὁ Μοναχὸς ἐπιστρέφει
καὶ τὸν συναντᾶ. Ἑτοιμάζεται καὶ
φεύγουν κρυφά.
Οἱ γονεῖς θρηνοῦν τὸ
χαμό του. Τὸν ἀναζητοῦν ἐπίμονα, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ τρεῖς μέρες τὸ πλοῖο φθάνει
στὸ Μοναστήρι. Ζητεῖ νὰ γίνει Μοναχός. Τὸ νεαρό τῆς ἡλικίας του καθιστᾶ
δύσπιστο τὸν ἔμπειρο Γέροντα. Οἱ θερμὲς παρακλήσεις ὅμως καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος
τοῦ Ἰωάννη ἐχεγγυοῦν καὶ ἀφοπλίζουν τὸν Ἡγούμενο. Ἡ εἴσοδὸς του γίνεται ἀποδεκτή.
Ὁ Ἰωάννης κείρεται Μοναχός.
Ἐπί ἕξι χρόνια γιγαντομαχεῖ.Ἐπιδίδεται σὲ
αὐστηρὲςνηστεῖες,
σὲ ἀδιάλειπτες προσευχές, σὲ ἀγρυπνίες καὶ
ἐξουθενώσεις. Ἐργάζεται διαρκῶς. Ὑπακούει ἀναντίρρητα. Ὑπομένει ταπεινά.
Ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Ἀλλά, ὁ μισόκαλος διάβολος φθονεῖ τὴν πρόοδό του καὶ
τοῦ ἐνσπείρει λογισμοὺς ἐνθυμήσεως τῶν γονέων του. Ἡ καρδιὰ του φλογίζεται. Τὸ
κορμὶ του λυώνει. Ὁ Ἡγούμενος, μὲ βαθειὰ λύπη, τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφθεῖ τούς
γονεῖς του. Φεύγει, ἀλλά μὲ τὴν σθεναρὴ ἀπόφαση νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ. Ἱκετευτικὲς
κραυγὲς στέλνει στὸ Κύριο γιὰ συμπαράσταση.
Βρίσκεται, ἤδη,
μπροστὰ στὸ ἀρχοντόσπιτο τοῦ πατέρα του.
Ἡ τελικὴ μάχη ἀρχίζει. Ἕνας ρακένδυτος, σκελετωμένος ζητιάνος, ζητεῖ καλύβα στὸ
κῆπο τοῦ ἄρχοντα Εὐτροπίου. Ἡ δίψα του προκαλεῖ τὸν οἶκτο καὶ γίνεται δεκτὸ τὸ
αἴτημά του. Ἡ καλύβα γίνεται ἡ ἔπαλξη, ποὺ κονταροχτυπιέται ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ
διάβολο, ἐπὶ τρία χρόνια. Παραμένει ἄγνωστος, ἄγριος ζητιάνος, στὰ μάτια τῆς
μητέρας του.
Ὁ Κύριος βλέπει τὸν
ἀγώνα του καὶ προαναγγέλλει τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸν Οὐρανό. Τώρα μπορεῖ ν'
ἀποκαλυφθεῖ στοὺς γονεῖς του. Τὸ Εὐαγγέλιο, δῶρο δικό τους, πιστοποιεῖ τὴν
ταυτότητά του. Οἱ γονεῖς, ἄναυδοι, ἀντικρίζουν τὸ χα-μένο, λατρευτὸ παιδί τους.
Χαίρονται, ποὺ τὸ βρίσκουν. Θρηνοῦν, ποὺ τὸ χάνουν. Στὶς 15 Ἰανουαρίου
παραδίδει τὴν ψυχή του, πάλλευκη, στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς
νίκης.
Τὸ σῶμα του, ντυμένο
μὲ τά ἀσκητικὰ ροῦχα, κατ' ἐπιθυμία του, θάπτεται μὲ θρήνους καὶ εὐλάβεια στὸ πεδίο τῆς μάχης, στὴν καλύβα,
ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα θαυματουργεῖ.
Τιμοῦν, πανηγυρικά, τὴ
μνήμη του, στὸ φερώνυμο γραφικὸ Μοναστήρι τῆς Εὔβοιας.-
Ελ. Α. Κλ.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄. (Ταχὺ προκατάλαβε).
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον,
ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμω τερπνά, καὶ ἤσκησας
ἄριστα, ἔπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς
ἐνέδρας παμμάκαρ· διὸ σέ, Ἰωάννη, ὁ
Χριστὸς ἀξίως ἐδόξασε.-